Μενέλαος Λουντέμης: ανέβα κι αν δεν βρεις δρόμο, φτιάξε!

Πάντα ανέβαινε.

Ακόμη πιο ψηλά.
Στη κορφή σε περιμένει η αγάπη
μ’ ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα.

Ανέβα…
Όλο μπρος. Όλο ψηλά.
Κι αν δεν βρεις δρόμο
Φτιάξε.
Στην αγάπη
δεν υπάρχουν δρόμοι έτοιμοι,
τους φτιάχνεις εσύ.

Ανέβα…
Έστω κι αν δεις
πως τα λουλούδια είναι ψεύτικα
κι η αγάπη -η ολόφλογη αγάπη-
ένας καπνός, εσύ ανέβα.

Ανέβα…
Έστω κι αν στην κορφή
αντίς για τριαντάφυλλα
σε περιμένει ένα μπουκέτο μαχαίρια,
εσύ ανέβα!

Ανέβα…
Και πες «ευχαριστώ».
Όχι στα τριαντάφυλλα, όχι στα μαχαίρια.
Πες ευχαριστώ στη δύναμη,
που σ’ έκανε ν’ ανέβεις…

Κωνσταντίνος Καβάφης – Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Ναζίμ Χικμέτ – Η πιο Όμορφη Θάλασσα

Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα

Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο `χω πει ακόμα.

Γιώργος Σεφέρης – Παντούμ

Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή μου λυτρώσου απ’ τον κρίνο του σκότους
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια.

Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.

Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει.

Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ακούγονται μόνο του χρόνου τα σεϊστρα
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει
αν τύχει κι ανάψει η βουβή πολεμίστρα.

Ακούγονται μόνο του χρόνου τα σεϊστρα
μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα
ούτε όνειρο θά’ βρεις να δώσεις ένα δάκρυ.

Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
ούτε όνειρο θά ‘βρεις να δώσει ένα δάκρυ
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σαν φίδι.

Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη.

Σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
Σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη
τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.